μαλακοκρανευς

μαλακοκρανευς
    μαλακοκρανεύς
    μᾰλᾰκο-κρᾱνεύς
    -έως ὅ предполож. зоол. сорокопут малый (Lanius minor) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαλακοκρανευς" в других словарях:

  • μαλακοκρανεύς — μαλακοκρανεύς, έως, ὁ (Α) το πτηνό αετομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κρανεύς < κράνος] …   Dictionary of Greek

  • μαλακοκρανεύς — shrike masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»